λαγουτάρης
Смотреть что такое "λαγουτάρης" в других словарях:
λαγουτάρης — και λαουτάρης, ο (Μ λα[γ]ουτάρης και λα[γ]ουτάρις) [λαγούτο] αυτός που παίζει λαούτο, λαουτιέρης … Dictionary of Greek
λαγουτάρης — και λαουτάρης, ο (Μ λα[γ]ουτάρης και λα[γ]ουτάρις) [λαγούτο] αυτός που παίζει λαούτο, λαουτιέρης … Dictionary of Greek